-
1 εικοστός
-
2 εἰκοστός
-
3 εἰκοστός
εἰκοστός, ep. auch ἐεικοστός, Il. 24, 765 (s. εἴκοσι), der zwanzigste, Od. 5, 34 u. Folgde; – ἡ εἰκοστή, der zwanzigste Theil, eine Abgabe, τῶν γιγνομένων Thuc. 6, 54, τῶν κατὰ ϑάλασσαν 7, 28; ἐλευϑερίας, Inscr. 963.
-
4 εικοστος
-
5 εἰκοστός
II εἰκοστή, ἡ, a tax of a twentieth, εἰ. τῶν γιγνομένων, τῶν κατὰ θάλασσαν, Th.6.54, 7.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰκοστός
-
6 εἰκοστός
εἰκοστός, ἐεικοστός: twentieth.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εἰκοστός
-
7 εἰκοστός
-
8 εικοστός
η, ό[ν] двадцатый;βγω το εικοστόν ετος — мне идёт двадцатый год
-
9 εἰκοστός
-ή,-όν ЧO0-18-3-5-0=26 1 Kgs 15,8.9; 16,6; 2 Kgs 12,7; 13,1 -
10 εικοστός
twentiethΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > εικοστός
-
11 πεντε-και-εικοστός
πεντε-και-εικοστός, der fünfundzwanzigste, Plat. Theaet. 175 a.
-
12 yirminci
εικοστός -
13 twentieth
εικοστός -
14 εικοστά
εἰκοστά̱, εἰκοστήfem nom /voc /acc dualεἰκοστά̱, εἰκοστήfem nom /voc sg (doric aeolic)εἰκοστόςtwentieth: neut nom /voc /acc plεἰκοστά̱, εἰκοστόςtwentieth: fem nom /voc /acc dualεἰκοστά̱, εἰκοστόςtwentieth: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
15 εἰκοστά
εἰκοστά̱, εἰκοστήfem nom /voc /acc dualεἰκοστά̱, εἰκοστήfem nom /voc sg (doric aeolic)εἰκοστόςtwentieth: neut nom /voc /acc plεἰκοστά̱, εἰκοστόςtwentieth: fem nom /voc /acc dualεἰκοστά̱, εἰκοστόςtwentieth: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
16 εεικοστος
-
17 век
век м 1) (столетие) о αιώνας' XX \век о εικοστός αιώνας 2) (эпоха, время ) η εποχή 3) (жизнь ) η ζωή весь свой \век όλη μου τη ζωή* * *м1) ( столетие) ο αιώναςXX век — ο εικοστός αιώνας
2) (эпоха, время) η εποχή3) ( жизнь) η ζωή -
18 двадцатый
-
19 εεικοστόν
-
20 ἐεικοστόν
См. также в других словарях:
εἰκοστός — twentieth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εικοστός — ή, ό (AM εἰκοστός, ή, όν) (τακτικό αριθμητικό) αυτός που κατέχει την τάξη τού αριθμού είκοσι, βρίσκεται μετά τον δέκατο ένατο νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η εικοστή (ημέρα) τού μήνα 2. το ουδ. ως ουσ. το εικοστό καθένα από τα είκοσι ίσα μέρη ενός… … Dictionary of Greek
Εικοστός Αιών — Τίτλος δύο περιοδικών. 1. Εβδομαδιαίο περιοδικό που εκδιδόταν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αι. Ιδρυτής του υπήρξε ο Α. Δρακόπουλος. 2. Μηνιαίο περιοδικό που εκδιδόταν στην Αθήνα. Ιδρυτής και διευθυντής του… … Dictionary of Greek
Εικοστός Αιώνας — Καλλιτεχνικό περιοδικό, που εκδιδόταν τέσσερις φορές τον χρόνο στη δεκαετία 1930 40. Διευθυντής του ήταν ο Μ. Τόμπρος. Δημοσίευσε κείμενα λογοτεχνίας και μελέτης των εικαστικών τεχνών … Dictionary of Greek
εικοστός — ή, ό αριθμ. τακτ. 1. που σε αριθμητική σειρά έχει τον αριθμό 20, που βρίσκεται μετά το δέκατο ένατο και πριν από τον εικοστό πρώτο. 2. το ουδ. ως ουσ., εικοστό καθένα από τα είκοσι ίσα μέρη στα οποία διαιρέθηκε κάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰκοστόν — εἰκοστός twentieth masc acc sg εἰκοστός twentieth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐεικοστόν — εἰκοστός twentieth masc acc sg (epic) εἰκοστός twentieth neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκοστοί — εἰκοστός twentieth masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκοστοῦ — εἰκοστός twentieth masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκοστῷ — εἰκοστός twentieth masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐεικοστοῦ — εἰκοστός twentieth masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)